καρδάμωμα

καρδάμωμα
το
το αποτέλεσμα του καρδαμώνω, δυνάμωμα, τόνωση: Τρώει καλά φαγητά για καρδάμωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρδάμωμα — το [καρδαμώνω] δυνάμωμα, τόνωση, ενίσχυση, ανάκτηση δυνάμεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”